- έμνοστος
- η , ο1) вкусный (особенно о фруктах); 2) очаровательный, прелестный, привлекательный, милый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
έμνοστος — η, ο 1. γευστικός, νόστιμος 2. (για πρόσ.) ελκυστικός, χαριτωμένος … Dictionary of Greek
εύμνοστος — η, ο και έμνοστος, η, ο (Μ εὔμνοστος, ον και ἔμνοστος, ον και ἔμνοστος, η, ον) 1. νόστιμος, ωραίος, χαριτωμένος, ελκυστικός 2. (για φρούτα) εύγευστος, νόστιμος μσν. το ουδ. ως ουσ. τo εὔμνοστον η ευμνοστία, η ωραιότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. έμνοστος <… … Dictionary of Greek
εύνοστος — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Ηλιέα και της Σκιάδας, που τον λάτρευαν κυρίως στην Τανάγρα ως προστάτη των ποντοπόρων από τις τρικυμίες αλλά και των στεριανών από τους σεισμούς και την ξηρασία. Τον είχε αναθρέψει η νύμφη Ευνόστη και τον αγάπησε… … Dictionary of Greek
Medieval Greek — Ἑλληνική Ellinikí Spoken in eastern Mediterranean Extinct developed into Modern Greek by 1453 … Wikipedia
Byzantinisches Griechisch — Mittelgriechisch Zeitraum 600–1453 Ehemals gesprochen in Staatsgebiet des Byzantinischen Reichs, südliche Balkanhalbinsel, Süditalien, Kleinasien, Schwarzmeerküste, Ostküste des Mittelmeers und heutiges Ägypten Linguistische Klassifikation Indo… … Deutsch Wikipedia
Mittelgriechisch — Zeitraum 600–1453 Ehemals gesprochen in Staatsgebiet des Byzantinischen Reichs, südliche Balkanhalbinsel, Süditalien, Kleinasien, Schwarzmeerküste, Ostküste des Mittelmeers und heutiges Ägypten Linguistische Klassifikation Indo Europäisch… … Deutsch Wikipedia
Mittelgriechische Sprache — Mittelgriechisch Zeitraum 600–1453 Ehemals gesprochen in Staatsgebiet des Byzantinischen Reichs, südliche Balkanhalbinsel, Süditalien, Kleinasien, Schwarzmeerküste, Ostküste des Mittelmeers und heutiges Ägypten Linguistische Klassifikation Indo… … Deutsch Wikipedia
Griego medieval — Hablado en Grecia Turquía … Wikipedia Español
αχαμνός — ή, ό (Μ ἀχαμνός, ή, όν) 1. πλαδαρός, μαλακός 2. χαλαρός 3. ασθενικός, αδύνατος 4. αδύνατος, ισχνός 5. άρρωστος 6. βλαβερός 7. (για λόγια) ασθενικός, σιγανός νεοελλ. Ι. φρ. «το αχαμνό μέρος» γυναίκα ή ανύπαντρη κόρη που χρειάζεται προστασία II. το … Dictionary of Greek
ερωτοεμνοστολόγια — ἐρωτοεμνοστολόγια, τά (Μ) τρυφερά ερωτικά λόγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < έρως, ωτος + έμνοστος «ελκυστικός, χαριτωμένος» + λόγια, πληθ. του λόγιον < λόγος] … Dictionary of Greek
ευνοστοαναλίβαδον — εὐνοστοαναλίβαδον και ἐμνοστοαναλίβαδον και εὐνοστολίβαδον και ἐμνοστολίβαδον, τὸ (Μ) όμορφο λιβάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < εύνοστος / έμνοστος + αναλίβαδον (< ανά + λιβάδιον)] … Dictionary of Greek